- φυλλοειδής
- ης, ες похожий на лист
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυλλοειδής — ές, Ν αυτός που έχει σχήμα φύλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο + ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
γλωσσίδι — και γλωσσίδιο, το (AM γλωσσίδιον και γλωττίδιον) 1. μικρή γλώσσα 2. οποιαδήποτε προεξοχή σε σχήμα γλώσσας νεοελλ. 1. η επιγλωττίδα τού στόματος 2. η κλειτορίδα 3. διακοσμητικό μοτίβο, κυρίως σε κοφτά κεντήματα 4. το πλήκτρο τής καμπάνας 5. η… … Dictionary of Greek
παρμελία — (parmelia). Γένος λειχήνων της οικογένειας των παρμελιιδών. Ο φυλλοειδής θαλλός τους έχει λοβούς με εντομές και είναι λευκόφαιος, κιτρινωπός ή λευκοπράσινος. Ο λειχήνας είναι χαλαρά ή σφιχτά προσκολλημένος στο υπόστρωμά του. Αριθμεί περίπου 700… … Dictionary of Greek
στημονώδης — ες, στημονώδης, ῶδες, ΝΑ [στήμων, ονος] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το στημονώδες βοτ. φυλλοειδής δομή που προέρχεται από έναν μεταμορφωμένο στήμονα και αποτελεί στείρο στήμονα ορισμένων ανθέων αρχ. (για τον ιστό τής αράχνης) αυτός που έχει πολλά και … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek
αναδυομένη — (anadyomene). Γένος χλωροφυκών, κυρίως των τροπικών θαλασσών. O φυλλοειδής θαλλός της α. προσηλώνεται στον πυθμένα με τη βοήθεια ριζοειδών. Η εγγενής αναπαραγωγή είναι ισόγαμος και παρατηρείται ισομορφική εναλλαγή γενεών. Το κυριότερο είδος του… … Dictionary of Greek
λειχήνες — Βιολογική κοινοβιακή ένωση μεταξύ δύο μικροσκοπικών οργανισμών, ενός μύκητα και ενός φύκους ή ενός κυανοβακτηρίου, που συμβιούν κατά τρόπο αμοιβαία ωφέλιμο και αποτελούν μια δισυπόστατη αλλά αδιαίρετη βιολογική μονάδα. Οι μύκητες, που κυρίως… … Dictionary of Greek
νηπενθές — Γένος φυτών της οικογένειας των Νηπενθιδών (δικοτυλήδονα), που περιλαμβάνει είδη τα οποία ζουν στα τελματώδη και υγρά δάση ή σε ελώδεις τόπους των τροπικών περιοχών της Ασίας και των νησιών της Σούνδης. Τα είδη του γένους αυτού αποτελούν περίεργα … Dictionary of Greek